μποντέκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μποντέκα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμποντέκα θηλυκό
- (ζώο, ιδιωματικό, Ανατολική Θράκη) θηλυκό βουβάλι νεαρής ηλικίας
Πηγές
επεξεργασία- Δεληγιάννης, Β. (1934-35). "Γλωσσάριο του Δογάν-Κιοϊ-Μαλγάρων". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. σελ. 143-146.