μπογιατιστείτε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμπογιατιστείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μπογιατίζομαι
- θα μπογιατιστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μπογιατίζομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος μπογιατίζομαι