Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπιμπικιάζω < μπιμπίκι

  Ρήμα επεξεργασία

μπιμπικιάζω παρατ. μπιμπίκιαζα μέλ.στ. θα μπιμπικιάσω αόρ. μπιμπίκιασα, μτχ. μπιμπικιάζοντας

  1. ανατριχιάζω, ενεργοποιείται ο ορθωτήρας μυς της τρίχας και ορθώνεται η τρίχα, μαζί και ο θύλακας από τον οποίο αυτή φύεται στο δέρμα, οπότε αισθάνομαι να δημιουργείται "ανάγλυφο" παρόμοιο με των σπυριών ή μπιμπικιών
  2. γεμίζω μπιμπίκια, σπυράκια ή μαύρα στίγματα

  Μεταφράσεις επεξεργασία