Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

μπετονιέρας

  1. γενική ενικού του μπετονιέρα
  2. ο, παχύς
  3. ο, βλάκας, άνθρωπος χαζός