Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

μπερδευτώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μπερδεύομαι
  2. θα μπερδευτώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μπερδεύομαι