Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

μπερδευτεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μπερδεύομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μπερδεύομαι
  3. θα μπερδευτεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μπερδεύομαι