μπεζερίσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μπεζερίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μπεζερίζω
- θα μπεζερίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μπεζερίζω
μπεζερίσουν