Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μπανιαρίσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μπανιαρίζω
  2. θα μπανιαρίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μπανιαρίζω