μπανιαρίσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μπανιαρίσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μπανιαρίζω
- θα μπανιαρίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μπανιαρίζω