μπίνγκο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμπίνγκο ουδέτερο άκλιτο
- παιχνίδι τύχης που παίζεται αριθμούς που κληρώνονται τυχαία και οι παίκτες πρέπει να τους ταιριάξουν με τα προτυπωμένα δελτία
- διάνα, έκφραση που σημαίνει «το πέτυχες»
Δείτε επίσης
επεξεργασία- μπίνγκο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπίνγκο
|