μουστακάτος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μουστακάτος < μουστάκ(α) / μουστάκ(ιν) + -άτος
Ουσιαστικό επεξεργασία
μουστακάτος αρσενικό
- που έχει μουστάκι
- → δείτε και τη λέξη μουστάκης (που έχει μεγάλο μουστάκι)
- (και για ψάρια όπως το μπαρμπούνι)
Σύνθετα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- μούστακος & σύνθετα
→ και δείτε τη λέξη μουστάκιον
Πηγές επεξεργασία
- μουστακάτος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- μουστακάτος - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .