Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουστακάτος < μουστάκ(α) / μουστάκ(ιν) + -άτος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μουστακάτος αρσενικό

  1. που έχει μουστάκι
    → δείτε και τη λέξη μουστάκης (που έχει μεγάλο μουστάκι)
  2. (και για ψάρια όπως το μπαρμπούνι)

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη μουστάκιον

  Πηγές επεξεργασία