Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μούστακος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μούστακος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μούστακος αρσενικό

  • το εντυπωσιακό μουστάκι, σαν να έχει δική του υπόσταση και μάλιστα αρσενική



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μούστακος < μουστάκ(ιν) + -ος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μούστακος αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία