Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

μουντζάλωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος μουντζαλώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος μουντζαλώνω