Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μουκάνισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
μουκάνισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
μουκανίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
μουκανίζω