Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουβάρω < αγγλικά move + -άρω

Ρήμα επεξεργασία

μουβάρω

  1. (ελληνοαμερικανικά) κουνώ, κινώ, μετακινώ
    Μουβάρισα το κάρο να μη φάω τικέτο. (=Μετακίνησα το αυτοκίνητο για να μη μου ρίξουν κλήση)
  2. (ελληνοαμερικανικά) μετακομίζω
    Τον Ιούνιο θα μουβάρουμε από την Αστόρια στο Νιου Τζέρσεϊ.