μουβάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμουβάρω
- (ελληνοαμερικανικά) κουνώ, κινώ, μετακινώ
- ⮡ Μουβάρισα το κάρο να μη φάω τικέτο. (=Μετακίνησα το αυτοκίνητο για να μη μου ρίξουν κλήση)
- (ελληνοαμερικανικά) μετακομίζω
- ⮡ Τον Ιούνιο θα μουβάρουμε από την Αστόρια στο Νιου Τζέρσεϊ.