Ετυμολογία

επεξεργασία
μορμολύκη < αρχαία ελληνική μορμολύκειον < μορμολύττομαι < Μορμώ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μορμολύκη θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία
* σκιάχτρο
* φόβητρο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία