Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μονόπορος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Μεσαιωνικά ελληνικά
(gkm)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μονόπορος
<
μονός
+
πόρος
Επίθετο
επεξεργασία
μονόπορος
, ον
που έχει μονάχα μια είσοδο, ένα πέρασμα, μία και μοναδική διάβαση για να μπεις και να βγεις