Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονόπορος < μονός + πόρος

  Επίθετο επεξεργασία

μονόπορος, ον

  • που έχει μονάχα μια είσοδο, ένα πέρασμα, μία και μοναδική διάβαση για να μπεις και να βγεις