μονοπωλήσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μονοπωλήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μονοπωλώ
- θα μονοπωλήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μονοπωλώ