Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μονομεριάτικα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μονομεριάτικα
<
μονομεριάτικος
+
-α
Επίρρημα
επεξεργασία
μονομεριάτικα
(
σπάνιο
)
αυθημερόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μονομεριάτικα
→
δείτε
τη λέξη
αυθημερόν