Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

μονοιάσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μονοιάζω
  2. θα μονοιάσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μονοιάζω