μονιμοποιήσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μονιμοποιήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μονιμοποιώ
- θα μονιμοποιήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μονιμοποιώ