μονάσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμονάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μονάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μονάζω
- θα μονάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μονάζω