μολυνθούμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμολυνθούμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μολύνομαι
- θα μολυνθούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μολύνομαι
μολυνθούμε