μοιχεύσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μοιχεύσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μοιχεύω
- θα μοιχεύσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μοιχεύω
μοιχεύσουν