Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μοιρολόγησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
μοιρολόγησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
μοιρολογώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
μοιρολογώ