Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μογκούλ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
μογκούλ
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ουσιαστικό
1.1.1
Άλλες μορφές
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μογκούλ
αρσενικό ή θηλυκό
άκλιτο
(σε
επιθετική
λειτουργία
) που σχετίζεται ή αναφέρεται στους
Μογκούλ
Άλλες μορφές
επεξεργασία
μουγκάλ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μογκούλ
→
δείτε
τη λέξη
Μογκούλ