Δείτε επίσης: μογκούλ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μογκούλ < (άμεσο δάνειο) αγγλική Moghul < περσική مغول (moğul), με απώτατη αρχή τη μέση μογγολική ᠮᠣᠩᠭᠤᠯ (mongɣul) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μογκούλ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. (ιστορία) μέλος της μογγολικής δυναστείας των Μογκούλ που ιδρύθηκε από τον Μογγόλο ηγέτη Μπαμπούρ
  2. μογκούλ: που σχετίζεται με την Αυτοκρατορία των Μογκούλ

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία