μισοτελειώσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μισοτελειώσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μισοτελειώνω
- θα μισοτελειώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μισοτελειώνω