Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μισθώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος μισθώνω

  Ρήμα επεξεργασία

μισθώνομαι

→ δείτε τη λέξη μισθώνω