μισήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μισήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μισώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μισώ
- θα μισήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μισώ