Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

μισέψω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μισεύω
  2. θα μισέψω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μισεύω