Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μισέψουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μισεύω
  2. θα μισέψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μισεύω