μικρύνει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμικρύνει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μικραίνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μικραίνω
- θα μικρύνει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μικραίνω