μικροπαντρέψει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμικροπαντρέψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μικροπαντρεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μικροπαντρεύω
- θα μικροπαντρέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μικροπαντρεύω