Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροέθνος < μικρο- + έθνος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικροέθνος ουδέτερο

  • (νεολογισμός) πολύ μικρή γεωγραφική οντότητα με ελάχιστο πληθυσμό και έκταση η οποία δεν είναι διεθνώς αναγνωρισμένη ως έθνος. Ο χαρακτηρισμός «μικροέθνη» έχει εμφανιστεί μετά το 1970.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία