Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

μηχανοργανώσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μηχανοργανώνω
  2. θα μηχανοργανώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μηχανοργανώνω