μητροποθήτως
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μητροποθήτως < (μήτηρ) αρχαία ελληνική μητρο- + (ελληνιστική κοινή) ποθητός (< αρχαία ελληνική πόθο) + -ως (κατάληξη επιρρημάτων}}
Επίρρημα
επεξεργασίαμητροποθήτως (στην εκκλησιαστική γλώσσα)
- με μητρικό πόθο, με την ένταση του μητρικού πόθου
- με τον πόθο του παιδιού για την μητέρα του
- ※ Στίχοι αφιερωμένοι μητροποθήτως στην Κεχαριτωμένη Θεοτόκο.(Αλεξάνδρος Σαΐνης, Γέρων Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος (1930-1989), εκδ. Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος, σ.62 )
Μεταφράσεις
επεξεργασία μητροποθήτως
|