Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Άγνωστη προέλευση λέξης (από ποιον αιώνα) Sarri.greek 18:16, 11 Σεπτεμβρίου 2021 (UTC).


  Ετυμολογία

επεξεργασία
μητροποθήτως < (μήτηρ) αρχαία ελληνική μητρο- + (ελληνιστική κοινή) ποθητός (< αρχαία ελληνική πόθο) + -ως (κατάληξη επιρρημάτων}}

  Επίρρημα

επεξεργασία

μητροποθήτως (στην εκκλησιαστική γλώσσα)

  1. με μητρικό πόθο, με την ένταση του μητρικού πόθου
  2. με τον πόθο του παιδιού για την μητέρα του
    ※  Στίχοι αφιερωμένοι μητροποθήτως στην Κεχαριτωμένη Θεοτόκο.(Αλεξάνδρος Σαΐνης, Γέρων Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος (1930-1989), εκδ. Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος, σ.62 )

  Μεταφράσεις

επεξεργασία