Ετυμολογία

επεξεργασία
μετουσίωσις < μετουσιῶ (κλίση -όω) + -σις (-ωσις)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μετουσίωσις θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε  μετ- & οὐσία