μετεξέτασις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μετεξέτασις (μαρτυρείται από το 1876) [1] → δείτε τη λέξη μετεξέταση
Ουσιαστικό επεξεργασία
μετεξέτασις, -εως θηλυκό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 649, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου