μετενσαρκώσω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μετενσαρκώσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μετενσαρκώνω
- θα μετενσαρκώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μετενσαρκώνω
μετενσαρκώσω