μετατραπεί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μετατραπεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μετατρέπομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μετατρέπομαι
- θα μετατραπεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μετατρέπομαι