Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μετατοπίσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μετατοπίζω
  2. θα μετατοπίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μετατοπίζω