Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

μεταπείσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεταπείθω
  2. θα μεταπείσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεταπείθω