μεταπείσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμεταπείσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεταπείθω
- θα μεταπείσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεταπείθω
μεταπείσουν