Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μετανοήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μετανοώ
  2. θα μετανοήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μετανοώ