Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μεταναστεύσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεταναστεύω
  2. θα μεταναστεύσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεταναστεύω