Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

μεταμόσχευσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος μεταμοσχεύω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος μεταμοσχεύω