Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

μεταμφιεστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μεταμφιέζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεταμφιέζομαι
  3. θα μεταμφιεστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεταμφιέζομαι