Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μεταμορφωθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μεταμορφώνομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεταμορφώνομαι
  3. θα μεταμορφωθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεταμορφώνομαι