μεταλάβουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμεταλάβουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεταλαμβάνω
- θα μεταλάβουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεταλαμβάνω
μεταλάβουμε