Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταδοκέω < μετά + δοκέω

μεταδοκέω-μεταδοκῶ

δείσασα μή σφι μεταδόξῃ (: φοβούμενη μην αλλάξουν γνώμη, Ηρόδ. 5.92.δ')
μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι (: αφού άλλαξα γνώμη και είμαι υπέρ του να μη γίνει η εκστρατεία , Ηρόδ. 7.13)